- θύσθεν
- θύσθεν, Adv. for θύρθεν,= θύραθεν,A outside,
τᾶς κελεύθω IG5(2).3.23
(Tegea, iv B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τᾶς κελεύθω IG5(2).3.23
(Tegea, iv B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θύσθεν — (Α) (επίρρ. αντί θύρθεν, θύραθεν) έξω από, έξωθεν, εκτός («θύσθεν τὰς κελεύθω» έξω από την οδό, επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θύραθεν] … Dictionary of Greek
θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των … Dictionary of Greek